Για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, η Εθνική Αντιπροσωπεία καλείται να λειτουργήσει πλέον με 297 μέλη, αντί για τα προβλεπόμενα 300. Αιτία, η αναμενόμενη δημοσίευση της απόφασης του Εκλογοδικείου που οδηγεί στην έκπτωση τριών βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», κλονίζοντας έτσι τις ισορροπίες εντός Κοινοβουλίου και προκαλώντας σημαντικές αλλαγές στο κοινοβουλευτικό τοπίο. Η Βουλή τελεί σε αναμονή της επίσημης καθαρογραφής και δημοσίευσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να προχωρήσει στην εφαρμογή των προβλεπόμενων διαδικασιών. Με βάση την απόφαση, οι έδρες των τριών βουλευτών που χάνουν την κοινοβουλευτική τους ιδιότητα δεν θα αναπληρωθούν.
Αυτό που ενδεχομένως δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως η Βουλή των Ελλήνων, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα με τους 300 βουλευτές, δεν υπήρξε πάντα έτσι. Στη διαδρομή της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, το Κοινοβούλιο λειτούργησε με σημαντικές αυξομειώσεις στον αριθμό των μελών του, άλλοτε με 127, άλλοτε με 234, ακόμη και με… 397 έδρες. Ο αριθμός των βουλευτών άλλαζε συχνά – πυκνά, αντανακλώντας κοινωνικές εξελίξεις, πολιτικά συμφέροντα, πληθυσμιακές μεταβολές και, όχι σπάνια, την επιρροή του πελατειακού συστήματος.
Από την αναλογία 1 προς 25.000 στην εκτόξευση των εδρών
Το πρώτο και βασικό κριτήριο που καθόριζε τον αριθμό των βουλευτών στην ελληνική πολιτική κουλτούρα ήταν η πληθυσμιακή αντιπροσώπευση. Από τα πρώτα ακόμη νομοθετήματα του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821, γινόταν αναφορά σε έναν πληρεξούσιο (σ.σ. βουλευτή) ανά 25.000 κατοίκους. Ωστόσο, αυτή η αναλογία παρέμεινε περισσότερο ως θεωρητική αρχή και λιγότερο ως πρακτικό εργαλείο, τουλάχιστον έως το 1865.
Στη συνέχεια, σταδιακά προστέθηκε κι ένα δεύτερο στοιχείο: η αντιπροσώπευση περιοχών. Παρότι τοπικά συμφέροντα έπαιζαν ρόλο, δεν υπήρξε κάποια σταθερή συνάρτηση ανάμεσα στις γεωγραφικές περιοχές και τον αριθμό των εδρών. Η διοικητική κατανομή των εκλογικών περιφερειών διαμόρφωνε μεν το πλαίσιο, αλλά η τελική απόφαση για το πόσοι θα κάθονταν στα βουλευτικά έδρανα εξαρτιόταν κάθε φορά από μια σειρά πιο σύνθετων (και ενίοτε πολιτικά υπολογισμένων) παραμέτρων.
Αργότερα, κυρίως στον 20ό αιώνα, ήρθε να προστεθεί κι ένα τρίτο φίλτρο: η ανάγκη αντιπροσώπευσης κομμάτων ή εκλογικών σχηματισμών, δηλαδή της ίδιας της πολιτικής πολυφωνίας. Αυτό το ζήτημα ρυθμιζόταν μέσα από τα εκλογικά συστήματα—τα οποία στην ελληνική περίπτωση άλλαζαν τόσο συχνά, που δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν σταθεροί πυλώνες της αντιπροσωπευτικότητας.
Η πρώτη μεγάλη αύξηση και ο ρόλος του πληθυσμού
Η πρώτη σημαντική αύξηση στον αριθμό των βουλευτών καταγράφεται μετά το νέο Σύνταγμα του 1864 και τις εκλογές του 1865, επί βασιλείας Γεωργίου Α’. Η επέκταση της επικράτειας με την ένωση των Επτανήσων αποτέλεσε αφορμή, αλλά η πραγματική αιτία ήταν η θέσπιση μιας νέας αναλογίας εκπροσώπησης: ένας βουλευτής ανά 10.000 πολίτες. Ο αριθμός των εδρών αυξήθηκε κατά περίπου 40 και δεν σταμάτησε εκεί.
Χωρίς να έχει υπάρξει μεγάλη πληθυσμιακή μεταβολή στο ενδιάμεσο, και πριν ακόμη την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, ο αριθμός των βουλευτών είχε ήδη φτάσει τους 208, για συνολικό πληθυσμό γύρω στο 1,6 εκατομμύριο. Δηλαδή, η αναλογία είχε πέσει στο 1 προς 8.000.
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, οι εκλογές του 1881 και του 1886 έφεραν κι άλλη αύξηση. Οι νέες περιοχές απέκτησαν 35 έδρες, με βάση την αναλογία 1 προς 10.000 κατοίκους. Έτσι, η χώρα των περίπου 2,1 εκατομμυρίων κατοίκων βρέθηκε να έχει κοινοβούλιο με 244 μέλη—αναλογία που πλησίαζε το 1 προς 9.000, μια από τις μικρότερες που συναντάται σε ευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά συστήματα.
Ο Τρικούπης, η μεταρρύθμιση και η μάχη με το πελατειακό κράτος
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δεν ήταν λίγοι όσοι αναζητούσαν τρόπο να περιορίσουν τις υπερβολές. Ο Χαρίλαος Τρικούπης υπήρξε ο πρώτος που επιχείρησε σοβαρά να μειώσει τον αριθμό των βουλευτών, με στόχο να χτυπήσει το δίκτυο των κομματαρχών και την εξάρτηση από την πελατειακή σχέση πολιτών και πολιτικών. Με τη μεταρρύθμισή του, η αντιπροσώπευση μετακινήθηκε στην αναλογία 1 προς 14.000, η οποία πάντως παρέμενε χαμηλή, ιδίως σε σύγκριση με άλλα κράτη της εποχής.
Αντί όμως να σταθεροποιηθεί, η βουλευτική σύνθεση συνέχισε να διογκώνεται. Το φαινόμενο του «βουλευτικού πληθωρισμού» δεν αποτύπωνε μόνο την πληθυσμιακή αύξηση, αλλά και τη συνεχή επέκταση των πολιτικών ανταλλαγμάτων. Το Κοινοβούλιο, όλο και πιο συχνά, γινόταν όχημα για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, να εξισορροπηθούν ισορροπίες και να κατευναστούν εσωκομματικές εντάσεις.
Σε ορισμένες περιόδους, ο αριθμός των βουλευτών έφτασε σε ακραία ύψη: οι 397 βουλευτές για παράδειγμα το 1923, συνιστούν ιστορικό ρεκόρ, δείχνοντας τη διάθεση του πολιτικού συστήματος να ενσωματώσει τους πάντες—ή τουλάχιστον όσους θεωρούσε αναγκαίους για την πολιτική του επιβίωση.