Αρθρο Νίκου Αλιβιζάτου: «Η Ελλάδα παραμένει κράτος δικαίου»
Του Νίκου Αλιβιζάτου*
Άρθρο στην Καθημερινή
Το γνωστό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η υπό συζήτηση πρόταση μομφής των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχουν εκτοξεύσει στο επίκεντρο της επικαιρότητας την έννοια του κράτους δικαίου. Παραμένει η Ελλάδα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου; Ή μήπως η σημερινή κυβέρνηση τη σπρώχνει στον κατήφορο της δικαιοκρατικής ανυποληψίας;
Ας ξεκαθαρίσουμε, κατ’ αρχάς, για τι ακριβώς μιλάμε: παραδοσιακά, κράτος δικαίου θεωρείται εκείνο στο οποίο οι κυβερνώντες περιορίζονται από κανόνες δικαίου. Οι κανόνες αυτοί, ωστόσο, πρέπει να θεσπίζονται όπως ορίζει το Σύνταγμα και, επιπλέον, να μην αντιβαίνουν σε αυτό. Σε ένα κράτος δικαίου, με άλλα λόγια, το Σύνταγμα δεσμεύει τους κυβερνώντες και διαδικαστικά και ουσιαστικά: οι κυβερνώντες δεν μπορούν να νομοθετούν αυθαίρετα, ούτε όμως και να θέτουν κανόνες δικαίου κατά περιεχόμενο αντισυνταγματικούς.
Εγγυητής του κράτους δικαίου είναι τα δικαστήρια, η ανεξαρτησία των οποίων προστατεύεται, και η πρόσβαση στα οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά. Στις μέρες μας είναι και οι ανεξάρτητες αρχές, η σημασία των οποίων, ειδικά στο πεδίο των δικαιωμάτων, διαρκώς αναβαθμίζεται. Δικαστήρια και ανεξάρτητες αρχές είναι τα σπουδαιότερα θεσμικά αντίβαρα στη σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία.
Η Επιτροπή της Βενετίας (Venice Commission, Commission de Venise), το συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο, από το 1990, αποφαίνεται με εμπεριστατωμένες εκθέσεις για την κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Ευρώπη, έχει εκδώσει από το 2016 έναν πολύ ενδιαφέροντα κατάλογο κριτηρίων για το κράτος δικαίου (the Rule of Law Checklist). Toν κατάλογο αυτόν, τον οποίο έχει εκδώσει στα ελληνικά το Iδρυμα της Βουλής με τίτλο «Κράτος δικαίου. Κριτήρια ελέγχου», (μτφ. Απ. Βλαχογιάννη, 2022), χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ετήσια αξιολόγηση των κρατών-μελών από τη σκοπιά του κράτους δικαίου. Σε αυτόν, εξάλλου, όπως και στις εκθέσεις της Επιτροπής της Βενετίας για ειδικά θέματα, παραπέμπουν συστηματικά τα δικαστήρια τόσο του Στρασβούργου όσο και του Λουξεμβούργου.
Τα κριτήρια ελέγχου της Επιτροπής της Βενετίας εντάσσονται σε πέντε μεγάλες ενότητες, τις ακόλουθες: (α) Την υπεροχή του νόμου, (β) την ασφάλεια δικαίου, (γ) τις εγγυήσεις κατά της κατάχρησης εξουσίας, (δ) την ισότητα ενώπιον του νόμου και (ε) την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Καθεμιά από αυτές περιλαμβάνει επιμέρους κριτήρια, όπως η απαγόρευση της αναδρομικότητας των νόμων, η σύγκρουση συμφερόντων, το τεκμήριο αθωότητας, η ανεξαρτησία όχι μόνον των δικαστηρίων αλλά και των δικηγορικών συλλόγων και άλλα.
Με βάση τα κριτήρια αυτά, πού στέκεται η Ελλάδα;
Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να επικαλεστώ την προσωπική μου εμπειρία: τα τελευταία χρόνια, από τις υποκλοπές και τη νομότυπη ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών έως την αστυνομική βία, είχα προσωπικά άμεση εμπλοκή σε περιστατικά παραβιάσεων της νομιμότητας, είτε ως νομικός παραστάτης των θυμάτων είτε ως ανεξάρτητος παρατηρητής και εμπειρογνώμονας. Από το 2014, εξάλλου, με ένα διάλειμμα το 2018-2019 –όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανανέωσε τη θητεία μου– είμαι και μέλος της Επιτροπής της Βενετίας. Eχω, ως εκ τούτου, μια συνολική εικόνα για το πού βρίσκεται το κράτος δικαίου σήμερα στη χώρα μας, σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Μπορώ λοιπόν να βεβαιώσω ότι, με αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων της Επιτροπής της Βενετίας, η χώρα μας δεν αποκλίνει από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους σε ό,τι αφορά τα περισσότερα από αυτά. Από το 1974, η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου, όπως δεν ήταν ποτέ στη νεότερη ιστορία μας και μάλιστα βελτιώνεται. Κάτι που μόνον αφελείς και ανιστόρητοι τολμούν να αμφισβητήσουν. Σε ορισμένα πεδία, μάλιστα, όπως, για παράδειγμα, η ποιότητα των εκλογών, προηγού-μαστε. Δεν είναι πολλές οι χώρες στις οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν κυβερνητικές εναλλαγές σε κλίμα τόσο μεγάλης οξύτητας, όπως σ’ εμάς, το 1989, το 1993, το 2015 ή το 2019, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Ελλείμματα του κράτους δικαίου στη χώρα μας ασφαλώς και υπάρχουν. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, είναι σοβαρά. Είναι όμως εντοπισμένα. Θα σταθώ σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πάνω πάνω θα ιεραρχούσα τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, οι οποίες, σε αρκετές περιπτώσεις, αγγίζουν το όριο της αρνησιδικίας. Οι υποκλοπές, εξάλλου, αποτελούν την άλλη μείζονα σκιά του κράτους δικαίου, με την παρατεινόμενη ατιμωρησία των υπευθύνων του γνωστού σκανδάλου να είναι αδικαιολόγητη. Το ίδιο και η πεισματική άρνηση της κυβέρνησης να θεσπίσει βασικές εγγυήσεις για την προστασία του απορρήτου. Εξίσου ψηλά, τέλος, θα τοποθετούσα την ατιμωρησία των υπευθύνων σε υποθέσεις αστυνομικής βίας.
Το κακό με τη σημερινή κυβέρνηση είναι ότι αντιμετωπίζει τα θέματα αυτά, ακόμη και την τραγωδία των Τεμπών, ως παρωνυχίδες. Επικαλούμενη την ευνοϊκή γι’ αυτήν ετυμηγορία της κάλπης, δεν δείχνει την αναγκαία ενσυναίσθηση και, το κυριότερο, δεν προχωρεί με τόλμη στις απαραίτητες τομές.
Oσο για την αντιπολίτευση, αντί να σταθεί στα ελλείμματα αυτά και να επικεντρώσει σε αυτά την κριτική της, ενδίδει στην ευκολία της ανέξοδης γενίκευσης. Μπορεί να αποκομίζει από αυτήν βραχυπρόθεσμα οφέλη, χάνει όμως στο κεφάλαιο της αξιοπιστίας.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Hozzászólások